- μετέπλασα
- μεταπλάσσωmould differentlyaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταπλάθω — μετάπλασα και μετέπλασα, μεταπλάστηκα, μεταπλασμένος, πλάθοντας μεταβάλλω κάτι, μετασχηματίζω με το πλάσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)